« σε ένα παγκάκι, σκεφτική, παράμερα καθόταν,
ακούγοντας μια μπάντα στρατιωτών με μουσικές, όλο πνευστά, που πλημμυρούν τους κήπους μας κι αν τύχει,
κείνες που, ξανανιώνοντας, λέμε χρυσές βραδιές,
αδειάζουν κάποιο ηρωισμό στων πολιτών τα στήθη ».
[απόσπασμα από ποίημα του Baudelaire]
Οι « κήποι μας » είναι εκείνοι που ανοίγουν για τον άνθρωπο της πόλης, του οποίου η λαχτάρα μάταια περιτριγυρίζει τα μεγάλα κλειστά πάρκα. Το κοινό που βρίσκεται σ’ αυτούς δεν είναι εκείνο ακριβώς που στροβιλίζεται γύρω από τον πλάνητα.
Ο Μπωντλαίρ το 1851 έγραψε : « Σε όποιο κόμμα κι ανήκει κανείς είναι αδύνατο να μην τον αγγίξει το θέαμα αυτού του φιλάσθενου κόσμου, που αναπνέει τη σκόνη των εργοστασίων, καταπίνει μπαμπάκι, διαποτίζεται από μόλυβδο, υδράργυρο και όλα τα δηλητήρια που είναι αναγκαία για τη δημιουργία αριστουργημάτων… αυτού του βαρυστέναχτου και μαραμένου πληθυσμού στον οποίο η γη οφείλει τα θαύματά της, ο οποίος νιώθει ένα αίμα άλικο και ορμητικό να κυλάει στις φλέβες του και ρίχνει ένα μακρόσυρτο βλέμμα γεμάτο θλίψη στον ήλιο και τη σκιά των μεγάλων πάρκων ».